- Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ
- (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Έγινε στενός φίλος και ένθερμος θαυμαστής του Βάγκνερ, και δημοσίευσε το έργο Η γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής (1872) και Ανεπίκαιροι στοχασμοί (1873-76), δύο κείμενα γραμμένα κάτω από τη βαθιά επίδραση της φιλοσοφικής σκέψης του Σοπενχάουερ και μέσα στη δίνη του ενθουσιασμού για τη βαγκνερική μουσική. Διέκοψε προσωρινά τη διδασκαλία του στη Βασιλεία για λόγους υγείας το 1875, αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί οριστικά από την έδρα του το 1879 αρχίζοντας μια μακρόχρονη και επώδυνη περιπλάνηση, που τον έφερε από τη μια χώρα στην άλλη (κυρίως στην Ελβετία και στην Ιταλία), βασανιζόμενος διαρκώς από μια βαθιά και ακατανίκητη ανησυχία. Τα κυριότερα έργα του είναι: Ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο, (1878-79), που σημειώνει την απομάκρυνσή του από τον Βάγκνερ και τον Σοπενχάουερ, Αυγή, Σκέψεις πάνω στις ηθικές προκαταλήψεις (1881), που είναι το πρώτο του βιβλίο στο οποίο εμφανίζονται οι θεμελιώδεις αρχές της νιτσεϊκής θεωρίας, όπως επίσης και Η χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρας, το οποίο έγραψε μεταξύ 1883 και 1885, αλλά το δημοσίευσε το 1891, και το Πέρα από το καλό και το κακό (1884-86). Άλλα σπουδαία επίσης έργα του είναι: Η περίπτωση Βάγκνερ, Το λυκόφως των ειδώλων, Ίδε ο άνθρωπος, όλα του 1888. Το 1889 προσβλήθηκε από παραφροσύνη, όταν ήταν στο Τορίνο, και από τότε ο Ν. έζησε άλλα δέκα χρόνια βυθισμένος μέσα σε μια ημισυνειδητή κατάσταση.
Η σκέψη του Ν., μια σκέψη ασυστηματοποίητη, εξαιρετικά παράδοξη, υποκειμενική και σε ανώτατο βαθμό αυτοβιογραφική, κινείται με βάση την ίδια διάγνωση που είχε δώσει για τη ζωή ο Σοπενχάουερ. Η ζωή είναι πόνος, χάος, ακατανόητη και σκληρή πάλη, το απόλυτο παράλογο. Αντίθετα όμως από τον Σοπενχάουερ, ο οποίος, μπροστά στην τυφλή ζωικότητα του βίου, είχε υποδείξει τον δρόμο της παραίτησης και της ασκητικής ενόρασης, ο Ν. απορρίπτει αυτή τη σεμνότυφη ηθική μιας τυπικά χριστιανικής ταπεινοφροσύνης και υποστηρίζει την ανάγκη να αποδεχτούμε και να υμνήσουμε με ενθουσιασμό τη ζωή, έτσι όπως είναι. Το σύμβολο αυτής της ξέφρενης ζωτικότητας είναι ο Διόνυσος, που αντιπροσωπεύει το πνεύμα της τραγωδίας, την ειλικρίνεια του ενστίκτου, την εισβολή της θέλησης και των φυσικών επιθυμιών, εναντίον του στεγνού και καθ’ όλα «αξιοπρεπούς» ορθολογισμού, τον οποίο εξέφρασε για πρώτη φορά ο Σωκράτης. Η επιστήμη και ακόμα περισσότερο η συνοδεία των μύθων με τους οποίους ο θετικισμός περιέβαλε την επιστήμη (οι αισιόδοξοι μύθοι της εξέλιξης, της προόδου, της ευζωίας κλπ.) αποτελούν έναν τρόπο ζωής το ίδιο ψεύτικο και υποκριτικό όπως και εκείνος που εκφράζεται με τη χριστιανική ηθική. Κοινή τόσο στην επιστήμη όσο και στο χριστιανισμό είναι κατά τον Ν. η πρόθεση να απονεκρωθεί η ζωτική ενέργεια του ανθρώπου, να καταπνιγούν τα ένστικτα και τα πάθη του, να του επιβληθεί ένας πίνακας αξιών βασισμένος στη στέρηση και στη μείωση, έτσι ώστε να περισταλούν οι απέραντες δημιουργικές δυνατότητες με τις οποίες είναι προικισμένος ο άνθρωπος, μέσα στα μίζερα πλαίσια των «αστικών» ιδεωδών. Εναντίον αυτών των ιδεωδών, ο Ν. υπερασπίζεται τη μεταβολή και την «ανατροπή των αξιών», δηλαδή το διονυσιακό εκείνο πνεύμα που λέει «ναι» στη ζωή και στον κόσμο, αποδεχόμενο την πρόκληση και τους κανόνες της βίας. Το διονυσιακό πνεύμα αντιπροσωπεύει για το Ν. την ηθική του ηρωισμού, γιατί μόνο μέσα από την πάλη ο άνθρωπος μπορεί να ξεχωρίσει τις ικανότητές του και να ξεπεράσει τα ίδια του τα όρια. Η χριστιανική ηθική εκφράζει, αντίθετα, την ανταρσία των κατώτερων υποκειμένων, των υποταγμένων και σκλαβωμένων στην αριστοκρατική και ανώτερη κάστα τάξεων. Το αληθινό θεμέλιό του είναι η μνησικακία. Η αφιλοκέρδεια, η αυτοθυσία, η αυταπάρνηση, που κηρύσσει ο χριστιανισμός, εκφράζουν την πικρία του αδύνατου ανθρώπου προς τη ζωή. Ο ιδεώδης ανθρώπινος τύπος, που προβάλλει η τρέχουσα ηθική, είναι ο άνθρωπος ο οποίος είναι ανίκανος να δεχτεί τη ζωή και να αναμετρηθεί μαζί της, ο άνθρωπος που αποφεύγει την πάλη και τη σκληρή επιλογή που επιβάλλεται από τους ισχυρότερους. Στην αστικο-χριστιανική ηθική, η ζωή είναι, λέει ο N., μια απάρνηση, γιατί περιλάμβανει τον πόνο και τη δυστυχία και ο κόσμος αποδοκιμάζεται προς όφελος ενός κόσμου αφηρημένου και μη πραγματικού, πάνω στον οποίο στηρίζονται όλες οι εχθρικές προς την ίδια τη ζωή αξίες.
Συνένοχος της χριστιανικής εγκαρτέρησης είναι ο φιλοσοφικός και καλλιτεχνικός ρομαντισμός, ο ρομαντισμός που φτάνει στην αποκορύφωσή του με τον Σοπενχάουερ και τον Βάγκνερ, και ο οποίος προσφέρει σ’ εκείνους που πάσχουν από μια εξασθένηση των ζωτικών δυνάμεων την «ανταμοιβή» ή της αισθητικής κάθαρσης ή της μέθης και του θάμβους μόνο με την ενόραση. Στον αρνητισμό του ασκητισμού και στις ψευδοανταμοιβές του, ο Ν. φέρνει αντιμέτωπη την ενθουσιώδη διακήρυξή του για τη ζωή και την επίγεια ύπαρξη. Ο άνθρωπος δεν είναι ψυχή, ο άνθρωπος είναι το σώμα. Η γη δεν είναι η έρημος όπου ζει εξόριστος, αλλά η ευτυχισμένη διαμονή του. Υψηλότερη έκφραση του διονυσιακού πνεύματος είναι κατά τον Ν. η τέχνη, γιατί η τέχνη προϋποθέτει σκληρότητα και ζωτικότητα· οι μη καλλιτεχνικές καταστάσεις είναι αυτές που κατά τον Ν. δείχνουν μια εξασθένιση των αισθήσεων και της θέλησης, δηλαδή η τάση προς την αφαίρεση, προς τη χλωμή, ουδέτερη αντικειμενικότητα. Τέλος, το άσχημο είναι το μη-ζωντανό, αυτό που είναι αντίθετο προς τη ζωή. Κενός από κάθε ιδιότητα ορθολογιστική και άρα στερημένος από κάθε τελεολογικό και προνοητικό προσανατολισμό, ο κόσμος είναι ένα χάος, μια έκρηξη ατάκτων δυνάμεων· αλλά ακριβώς επειδή αυτές οι δυνάμεις δεν βρίσκονται στην υπηρεσία κανενός απώτερου σκοπού, τοποθετημένου έξω από τον ίδιο αυτό κόσμο, ο κόσμος αυτός αντιπροσωπεύει, κατά τον N., ένα γίγνεσθαι το οποίο, μη γνωρίζοντας ούτε κόρο ούτε αηδία ούτε κούραση, τείνει πάντα να επιστρέφει σταθερά στον ίδιο τον εαυτό του. Η «αιώνια ανακύκληση», με λίγα λόγια, είναι η έκφραση του γεγονότος, ότι ο κόσμος δεν έχει κανέναν προορισμό, ότι δεν είναι μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού, ότι η ζωή είναι η αρχή και ο σκοπός του εαυτού της. Να μη θέλει κανείς τίποτε το διαφορετικό από ό,τι είναι - ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον, ούτε για όλη την αιωνιότητα, αυτό το amor fati είναι ο τύπος με τον οποίο εκφράζεται η μεγαλοσύνη του ανθρώπου, γιατί είναι ο τύπος με τον οποίο εκφράζεται η άρνηση κάθε αφηρημένου «πρέπει», και άρα, η άρνηση κάθε ιδεώδους αντίθετου με την ίδια τη ζωή. Αλλά η αδιάκοπη αποδοχή της ζωής (αποδοχή όχι υποταγής, αλλά χαράς) δεν είναι για το Ν. η αποδοχή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ξεπερνάται, γιατί, όπως λέει ο Ζαρατούστρας, «ο άνθρωπος είναι μια χορδή τεντωμένη ανάμεσα στο ζώο και στον υπεράνθρωπο». Αυτή η υπέρβαση του ανθρώπου στον «υπεράνθρωπο» πραγματώνεται με την ανατροπή όλων των αξιών της τρέχουσας ηθικής, που είναι «αγελαία ηθική» και επιδιώκει την ισοπέδωση και την εξομοίωση. Στοχαστής κυρίως αφοριστικός, κάποτε αντιφατικός, συχνότερα ελλειπτικός και «παραδοξολόγος», ο Ν. έγινε, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο φιλόσοφος στον οποίον αναφέρθηκαν τα πιο αντιδημοκρατικά ευρωπαϊκά πολιτικά ρεύματα· τελευταία ο φασισμός και ο ναζισμός θέλησαν να τον χρίσουν πρόδρομο και αρχηγό της ιδεολογίας τους. Έξω και πέρα από τις ερμηνείες αυτές (οι οποίες δεν είναι άλλο από χαλκεύσεις), το έργο του εμφανίζεται σήμερα ως μία από τις υψηλότερες και πιο ανησυχητικές μαρτυρίες για την κρίση των αξιών, από την οποία δοκιμάστηκε, από το τέλος του 19ου αι., και κατόπιν, η κοινωνία και ο πολιτισμός της Ευρώπης: ανησυχητική μαρτυρία, που δεν της λείπει όμως η γοητεία, όπως αποδείχνεται από την επίδραση που ασκεί ακόμα και τώρα η σκέψη του Ν. στον λεγόμενο «άθεο υπαρξισμό» (Χάιντεγκερ, Σαρτρ, Καμί κ.ά.), αλλά και σε αυτόν τον ανθρωπιστικό και χριστιανικό υπαρξισμό του Καρλ Γιάσπερς.
Το έργο του Γερμανού φιλοσόφου Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε εξακολουθεί να ασκεί βαθιά επίδραση στη σύγχρονη διανόηση? στη φωτογραφία, αυτόγραφο του «Ruhm und Ewigkeit».
Ο Ιταλός συγγραφέας και πολιτικός Φρ. Νίτι.
Dictionary of Greek. 2013.